Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το χαμόδεντρο

См. также в других словарях:

  • χαμόδεντρο — το χαμηλό δέντρο, θάμνος: Η περιοχή αυτή είναι γεμάτη από χαμόδεντρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

  • ρουπάκι — το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού είδους δρυός Quersus robur. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥωπάκιον, υποκορ. τού αρχ. ῥῶπαξ* «θάμνος, χαμόδεντρο» (με κώφωση τού ω σε ου , πρβλ. ρώθων: ρουθούνι)] …   Dictionary of Greek

  • ρωπάς — άδος, ἡ, Α ῥώψ* (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥώψ (Ι), ῥωπός «θάμνος, χαμόδεντρο + επίθημα άς, άδος (πρβλ. θαμν άς)] …   Dictionary of Greek

  • ρωπήεις — εσσα, εν, Α ο κατάφυτος με θάμνους, με χαμόκλαδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥώψ (Ι), ῥωπός «θάμνος, χαμόδεντρο» + κατάλ. ήεις, άλλος τ. τής κατάλ. όεις*] …   Dictionary of Greek

  • ρωπογράφος — (I) ο / ῥωπογράφος, ΝΑ ζωγράφος που ζωγραφίζει συνηθισμένα, κοινά, ευτελή αντικείμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶπος «ψιλικά, ευτελή πράγματα» + γράφος*]. (II) ο / ῥωπογράφος, ΝΑ ζωγράφος που ζωγραφίζει θάμνους, καρπούς, φρύγανα, νεκρά θηράματα κ.ά.… …   Dictionary of Greek

  • ρώπαξ — ώπακος, ὁ, Α ῥώψ* (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥώψ (Ι), ῥωπός «θάμνος, χαμόδεντρο» + επίθημα αξ (πρβλ. πίδ αξ)] …   Dictionary of Greek

  • ρώψ — (I) ῥωπός, ή, ΜΑ (κυρίως στον πληθ.) αἱ ῥῶπες λεπτές και ευλύγιστες βέργες κομμένες από θάμνους αρχ. (στον εν. μόνο στον Ησύχ.) μικρό χαμόδεντρο, θάμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. τού προελλην. γλωσσικού υποστρώματος, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • ταπεινός — ή, ό / ταπεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (με θετ. σημ.) μετριόφρονας, σεμνός (α. «παρά το ότι έχει πετύχει πολλές διακρίσεις στον χώρο τής επιστήμης του, είναι πολύ ταπεινός» β. «ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν ταπεινῶν», ΠΔ) 2. (με αρνητική σημ.) α)… …   Dictionary of Greek

  • χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… …   Dictionary of Greek

  • χαμαίρωψ — οπος, η, ΝΑ γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φοινικίδες τής τάξης αρεκώδη αρχ. η χαμαίδρυς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + ῥώψ* (Ι) «μικρό χαμόδεντρο, θάμνος». Τη λ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»